- ναυλοχώ
- ναυλόχησα (για πλοία), μένω σε λιμάνι, είμαι αραγμένος: Στολιμάνιτου Πειραιά ναυλοχεί μοίρα του πολεμικού ναυτικού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναυλοχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ναυλοχώ — (Α ναυλοχῶ, έω) [ναύλοχος] νεοελλ. (ιδίως για πολεμικό πλοίο και για μοίρα στόλου) παραμένω σε λιμάνι ή σε όρμο, είμαι αγκυροβολημένος αρχ. (για πλοία με επιβάτες) παραμένω αγκυροβολημένος σε λιμάνι ή σε όρμο και καιροφυλακτώ για να επιτεθώ κατά… … Dictionary of Greek
ναυλοχῶ — ναυλοχέω lie in a harbour pres subj act 1st sg (attic epic doric) ναυλοχέω lie in a harbour pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενναυλοχούμαι — ἐνναυλοχοῡμαι, έομαι (Α) [ναυλοχούμαι] ναυλοχώ, είμαι αγκυροβολημένος, αραγμένος κάπου … Dictionary of Greek
στρατοπεδεύω — ΝΜΑ [στρατόπεδο(ν)] καταλύω, εγκαθίσταμαι σε στρατόπεδο (α. «η μονάδα στρατοπέδευσε στους γειτονικούς λόφους» β. «ὑπαίθριοι δ ἔξω ἐστρατοπεδεύετε», Ξεν.) αρχ. 1. σταθμεύω προσωρινά σε έναν τόπο 2. μέσ. στρατοπεδεύομαι α) (για στόλο) παραμένω σε… … Dictionary of Greek